Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Εμείς για ένα κόκκινο χαμόγελο



Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο;
 
Φυσικά και ξέρεις, τι ρωτάω;  Έχουμε κάνει έναν κύκλο ολόγυρά σου και ψιθυρίζουμε και γελάμε σε βάρος σου, σε βάρος μας, δηλαδή.

Ήξερες πάντα τι δεν θέλεις. Μα τώρα ζεις αυτό ακριβώς. Αυτό που δεν θέλεις. Και απορώ πως τα κατάφερες. Πότε αφέθηκες. Πότε ξεπέρασες εκείνο το όριο που το ΦΙΛΟΥΣΕΣ (όχι με ύψιλον με γιώτα) ΣΑΝ ΚΟΡΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ.

Και  δεν σε κατηγορώ. Δεν θα γυρίσω ποτέ να σου πω εγώ στα είχα πει.

Μα και εσύ έχεις σταθεί με τα πόδια σου κολλημένα στη γη. Και δεν κάνεις ούτε μπρος ούτε πίσω. Ξέρεις καλύτερα από ποτέ τι δεν θέλεις, τι δεν αντέχεις πλέον. Και κάθε μέρα που ξυπνάς κουκουλώνεις κάτω από τα σκεπάσματα τα όνειρα σου. Κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου και έτσι γυμνός και ανυπεράσπιστος βγαίνεις στους δρόμους. Για πού το βαλες καρδιά μου; Να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, λες. Ποια όνειρα; Εκείνα που τα άφησες να κοιμούνται; Διπλοκλείδωσες πορτοπαράθυρα  και τώρα σε κυνηγούν σαν  εφιάλτες… Για εκείνα μιλάς; 

Επιθυμείς τον καινούριο κόσμο που ξεπροβάλλει αλλά δεν γνωρίζεις πώς να τον προσκαλέσεις στη θέση του παλιού που έχει πεθάνει. Δεν έχεις βρει τον τρόπο. Έχεις κολλήσει αβοήθητος σε μια κινούμενη άμμο που σε ρουφάει και περιμένεις να σου απλώσει κάποιος  το χέρι να σε τραβήξει ξανά στη ζωή. Μα και Εκείνος εσένα περιμένει. Και κάπως έτσι χανόμαστε. Και κάπως έτσι συνηθίζουμε. Και κάπως έτσι αργοπεθαίνουμε. Και δεν χαμογελάμε πια. Και περιφερόμαστε βουβοί και αδιάφοροι. Παρατηρητές στις ζωές των άλλων και εκείνοι στις δικές μας. Αναλωνόμαστε στα ίδια και στα ίδια. Στις ίδιες ανιαρές κουβέντες. Στις ίδιες ανούσιες πληροφορίες. Αναπαράγουμε ότι ακούσαμε στα βραδινά δελτία ειδήσεων.

Όλοι μαζί σαν ένας στρατός εξαπατημένων - εξαντλημένων - σιωπηλών ανθρωπάκων.
Και τολμάς αυτό να αποκαλείς  ζωή;

Μα ως πότε;
Ως πότε θα κλέβουν τον αέρα που αναπνέεις;
Ως πότε θα κλέβουν τις νύχτες που δεν κοιμάσαι πια;
Ως πότε θα κλέβουν τη ξεγνοιασιά και την αθωότητά σου;
Ως πότε τα όνειρά και τα θέλω σου θα χωράνε σε ένα πορτοφόλι;
Ως πότε θα επιτρέπεις να κλέβουν το διπλανό σου;
Ως πότε δεν θα σου ανήκουν τα λάθη σου;
Ως πότε θα σε χρεώνουν για το χαμόγελό σου;

ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΡΑ ΑΠΟΦΑΣΗ.  Σε μια νύχτα. ΝΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΡΚΕΙ. Για αρχή θα ζωγραφίσω σε ένα λευκό χαρτί ένα κόκκινο χαμόγελο και θα το κολλήσω ακριβώς πάνω στα χείλη που ξέχασαν να χαμογελούν. Στην αρχή θα μοιάζω με κλόουν. Αλλά αργά ή γρήγορα θα γίνω ξανά παιδί χαμογελαστό. Και χαμογελαστό και παιδί… Και αν καμιά φορά οι άκρες των χειλιών μας γέρνουν προς τα κάτω, να ‘ρχεσαι να γλιστράμε μαζί στο πιο πλατύ μας χαμόγελο. 
Εμείς στα σύννεφα. Εμείς για ένα κόκκινο χαμόγελο. 
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΑΣΤΕΙΑ … ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΟΝΕΙΡΑ.





 


Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Όμορφα να κλαίς


Όχι. Απόψε δεν θα σου πω για πεφταστέρια που πραγματοποιούν ευχές. 

Ούτε για λυχνάρια του Αλαντίν.

Ούτε για βατράχους που έγιναν πρίγκιπες.

Ούτε για μυστικά περάσματα. 

Για κάτι ψυχές θα σου πω. 
Θα σου χει τύχει, δεν μπορεί. Εκεί που περιπλανιέσαι μέσα στο απόλυτο έρεβος να ακουμπήσεις πάνω στον Άλλον και να βρει η ψυχή σου το φως της. Και να αναφωνήσεις πως θαύματα συμβαίνουν. Ίσως μικρά, ανεπαίσθητα αλλά θαύματα. Και να θες να ξεχυθείς στους δρόμους εκεί που η βροχή πέφτει ζεστή και η αγάπη έχει μια αλμύρα άλλο πράμα.

«Το πιστεύεις ότι δεν θυμάμαι τι ευχή ξεχάσαμε;»
Και έχουμε ακουμπήσει τους αγκώνες πάνω στα κιγκλιδώματα και τα πόδια να κρέμονται ανεξάρτητα από το υπόλοιπο σώμα σαν μια ένδειξη διαμαρτυρίας για εκείνες τις φορές που στάθηκες εμπόδιο στην αυτονομία τους. Και τι κατάλαβες; Σαν κακός γονιός που τιμωρεί το άτακτο παιδί του. Και τι κατάλαβες; 

«Το σπίτι στη θάλασσα, το σπίτι στη θάλασσα» μου απαντάς.
Και βάζω το χέρι μου στη τσέπη και ψάχνω για κέρματα αφού και οι δυό μας το ‘χουμε ξαναζήσει. Άπαξ και ευχηθείς να προσέχεις… οι ευχές παίρνουν πάντα το δρόμο τους και πραγματοποιούνται. Και μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου ουδέν λάθος…ουδέν.
Και έχουμε δώσει έναν όρκο μυστικό δίχως λόγια αλλά με ένα βλέμμα και ένα φεγγάρι παντοτινό μάρτυρα. Και είχε ένα σχήμα το βράδυ εκείνο–σαν βαρκούλα στα ανοιχτά.
-"ΕΙΣΑΙ;" 
-"Γιατί πράγμα", με ρωτάς. 
-"Να φύγουμε από δώ, ΕΙΣΑΙ;"

Και γυρίζω να σε κοιτάξω και κλαίς. Να κλαίς. Καμιά φορά πρέπει και να κλαίς. Μα όταν κλαίς, όμορφα να κλαίς. Έτσι θα ‘ναι σαν να γελάς. Και εγώ θα είμαι δίπλα σου όπου κι αν πας. Να φυλάω τη θάλασσα μας και μια αγκαλιά.
Όχι τίποτα δεν χάθηκε, κουτή. Και ότι νόμιζες πως διαλύθηκε για πάντα, διαόλοι του μυαλού.
Γιατί ελπίζεις. Γιατί προσδοκάς σε θαύματα. ΥΠΑΡΧΩ ΕΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙΣ.
Buen Vivir, μάγκα μου. Στο κάτω-κάτω αν δεν αντέχεις, παράτα τα όσο είναι νωρίς. Αυτός ο κόσμος μπούχτισε από κακομοίρηδες …

Μα φταις και εσύ. Από μικρή σκουντουφλούσες. Όπου τοίχος, να σου και εσύ. Η μάνα σου έκλεινε την πόρτα του υπνοδωματίου, μη τυχόν έρθουν ξωτικά και κλέψουν τη λαλιά σου. Έτσι έλεγε με ένα φιλί και μια καληνύχτα. Και εσύ ξυπνούσες μες στη νύχτα να βγεις απ’το δωμάτιο, είχες ήδη κανονίσει τα ραντεβού σου με τα ξωτικά, βλέπεις. Και σκουντουφλούσες παντού. Ευτυχώς είχες αποθέματα οξυτοκίνης και σε έσωζαν κάθε φορά. Αργότερα επιβεβαιώθηκε. Μόνο και πάντα τα αποθέματα οξυτοκίνης θα σε σώζουν όταν σκουντουφλάς. Και το αλμυρό νερό του βυθού. Να βουτάς.

Ίσως αύριο τελικά πάω μια βόλτα στη θάλασσα. Από ‘κει θα σου στείλω τη χάρτινη βαρκούλα, που σου υποσχέθηκα, να ‘ρθει να σε βρει... 
Μέχρι τότε γέλα πουλί μου...


*Οξυτοκίνη: η ορμόνη της Αγάπης, βοηθά στο να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν δεσμοί αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού