Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Τί σου είναι οι ΛΕΞΕΙΣ τελικά;



Σοκ. Διαταραχή. Ευπάθεια. Ανθεκτικότητα. Προσαρμογή. Μετασχηματισμός.
Πόθος. Πάθος. Πόνος. Περιπλάνηση. Πόσο. Πάντα. Ποτέ. Ίσως.
Αγάπη. Συμπάσχω. Συγχωρώ. Κενό. Λάθη. Ξανά. Άγγιγμα.
Δάφνη. Δαφνί. Άνθη. Στεφάνι. Έλλειψη. Αρχή.
Ποδήλατο. Φτερά. Πεταλούδα.. Άνεμος. Φωτιά.
Δράση. Τόλμη. Ισορροπώ. Γεννιέμαι. Ξημέρωμα. Κύκλος. Φεγγάρι.
Βλέμμα. Σφυγμός. Ρίζες. Γέρος. Αύριο.
Χαμόγελο. Ζωή. Απάτη. Κρυψώνα. Αγαλματάκια. Τρέχα.
Φιλία. Φιλί. Κόκκινο. Σιωπή. Εμπιστοσύνη. Ενσυναίσθηση. Μαζί.
Αστέρι. Φως. Στόχος. Πάτωμα. Λύκος. Ψίχουλο. Τόλμη.
Τύχη. Περίπατος. Κόσμος. Ουτοπία. Όνειρο. Δύναμη. Αιωνιότητα.
Φόβος. Δρόμος. Θέληση. Πείσμα. Θαύμα. Παρέα. Επτά. 
Φάσμα. Φασισμός. Ράβδος. Δικαιοσύνη. Ισότητα. Αλληλεγγύη.
Παιδί. Νότες. Σειρά. Πλέω. Μακριά. Νερό. Κίνηση.








Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΠΙΤΣΕΣ, dear…



Καθώς μεγαλώναμε, μας έμαθαν να μην αρκούμαστε στο λίγο, να διεκδικούμε το πολύ από οτιδήποτε, είτε έμψυχο ήταν αυτό είτε άψυχο.

Όλα στο ζενίθ. Νέο-φιλελεύθερες πρακτικές ακόμα και στα συναισθήματα. Ή όλα ή τίποτα.

Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ. Εθισμός στην υπερκατανάλωσή τους. Απαιτούμε στη νιοστή. Καταναλώνουμε στη νιοστή. Νιώθουμε ό,τι και όσο προλαβαίνουμε. Αφού πρώτα ζυγίσουμε, μετρήσουμε και τελικά συγκρίνουμε. Τα δικά μας για τον Άλλον. Του Άλλου για εμάς. Ότι δεν μετριέται, δεν διοικείται, έμαθες... Και με το αυτοδιοίκητο του Έρωτα τί γίνεται; Ούτε μετριέται ούτε διοικείται. Τα 'χει πει και ο Άλμπερτ «Ότι μετριέται δε μετράει κατ’ ανάγκην, κι ό,τι μετράει δεν είναι αναγκαίο να μετριέται»

Ευτυχώς που δεν αναμετρήθηκα για το πόσο. Ούτε μια «καβάντζα».  Είπα όλα αλλοπαρμένα. Σε όλα ΝΑΙ. Άλλωστε με την «τέχνη του όχι» γεννιέσαι. Όταν το φως αντικρίζει το πρώτο σου κλάμα. Και ίσως κάποιοι το πουν σπατάλη ή τρέλα. Ζωή ζωντανή είναι. Και Ζωή είναι να ακούς και να συντονίζεσαι στο χτύπο. Αφού στο  value for money” είχα γελάσει πολύ, θυμάμαι, και ακόμα γελάω.



Και μετά μετά;


Ε! για τη συνήθεια του Έρωτα, για την τελετή των Αγίων Αγγιγμάτων άπλωσα άρωμα στο κορμί και άνοιξα μπρος σου κόκκινο κρασί. Κόκκινο. Κόκκινο για τις μνήμες.


Και στην ηχώ του Έρωτα, έστησα κρυφά το αυτί μου και άκουσα ψυχές πλήρεις συναισθημάτων. Και αντίκρισα κορμιά διπλωμένα σε σεντόνια . Καλοκαίρι ακόμα και ποιος αντέχει τους χειμώνες που πλακώνουν με παπλώματα του κορμιού την καρδιά.


Και αν σου μοιάζουν όλα τελειωμένα, θα ζω αλλοπαρμένα… Και ναι το έμαθα και αυτό∙ οι σχέσεις μοιάζουν με κόπιτσες ή κουμπώνουν εξαρχής ή αλλιώς ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΚΟΠΙΤΣΕΣ, dear

 

Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

Ουράνια Τόξα, ευχαρίστως

Αναπόφευκτο! Έτσι μπορείς μονάχα να ονοματοδοτήσεις τη χρονική στιγμή -αν αληθεύει η ύπαρξη του χρόνου- που ο ήλιος ήδη έχει ανατείλλει, το φεγγάρι προβάλλει δειλά-δειλά στον ουρανό,το φως των κεριών σαν μικρά αστέρια στη γη, ένα μολύβι ακουμπισμένο πλάι σε ένα χαρτί, στο ραδιόφωνο μουσική...ΧΑΖΕΥΟΝΤΑΣ ΑΣΤΕΡΙΑ...άγνωστο θαύμα η ζωή μα κρατώ πως είναι θαύμα και στα θαύματα ή πιστεύεις και σιωπάς ή δειλιάζεις και κρύβεσαι...συμπτώσεις; τυχαιότητα;
Και να σκεφτείς πως πριν κανα δυό ώρες θα έπαιρνα το λεωφορείο για το συνηθισμένο κυριακάτικο δρομολόγιο στην πρωτεύουσα. Μα ξεχάστηκα χαζεύοντας, ξεγελάστηκα από το άχρονο του χρόνου, εκείνος προσκολλημένος στη ρουτίνα του κύλησε, το λεωφορείο πέρασε από τη στάση και εγώ απέμεινα να το ονομάζω αυτό, ΤΥΧΗ.

Έχω αναρωτηθεί αρκετές φορές πότε συνέβη να μη “χωρώ” σε “πρέπει” συμπαγή και παρα-λογικά “έτσι είναι”. Μάταια. Θυμάμαι τη διαδρομή ως εδώ μα ούτε μια στάλα θύμησες για το σταυροδρόμι.

...Και κάπως έτσι δεν συμμερίζομαι και εκείνους που φορούν για στέμμα τους τη βεβαιότητά τους, που έχουν ταχθεί στην υπηρεσία μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας. Και ούτε λέξη για την υπέρβαση της. Ίσως ποτέ δεν μάθουν πόσους δρόμους κλείνουν, πόσα γυαλιά θαμπώνουν, πόσα βλέμματα δακρύζουν, πόσα φύλλα μαραίνονται, πόσα πουλιά πεθαίνουν, πόσα αστέρια δεν μετρούν παιδιά, πόσες σιωπές φωνάζουν.

Μα σε μια ζωή επιτρέπονται και οι βουτιές στο κενό, κυρίως οι βουτιές στο κενό. Έχε μονάχα σφιχτά δεμένη απάνω σου τη μαγεία του βουνού, τη φαντασία του βυθού. Θα εκπλαγείς μα θα σωθείς. Και αν χάσεις τη φωνή μη πάψεις να συλλογάσαι στη σιωπή γιατί οι εποχές αλλάζουν και οι δρόμοι αλλάζουν. Και άλλα σταυροδρόμια σε συναντούν σε απέραντες ερήμους και κινάς πάλι από την αρχή γιατί τείχη δεν υπάρχουν όσο υπάρχει δίψα... Και κάπου εκεί, έχει αποθηκευτεί ο λόγος του Χιόνη "Ξένη η φωνή μου όταν εκτός μου ηχεί κι είναι δική μου μονάχα εντός μου μοναχά όταν σωπαίνει."
...και ότι γράφεις στο χαρτί να 'ναι με μολύβι, εκείνα με το μελάνι βάλε μια άνω τελεία, φτιάξ'τα σαϊτες και καραβάκια και αν αντέχεις μια μέρα θα σε βρούν...

Και τώρα να 'μαι εδώ, και τα αστέρια κρυμμένα μέσα στα σύννεφα και μια βροχή ξαφνική για να χορτάσει τη δίψα μου, να φυτρώσει ξανά ο σπόρος και αρχίζω να περπατώ ξυπόλητη ξανά...όχι χίμαιρες δεν κυνηγώ αλλά ουράνια τόξα, ευχαρίστως...



Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

...και αφού “Nothing good gets away”...


Άλλοτε τρέχοντας να προλάβω προθεσμίες και προγράμματα, άλλοτε πάλι αναθεματίζοντας την σταθερή ακινησία μου ως αποτέλεσμα της άρνησης μου για κίνηση- όσο βέβαια μου επιτρέπεται από ένα σύμπαν “αεικίνητο”. 

Όπως και να 'χει, και στις δυο περιπτώσεις εκείνο το μυαλό δεν παύει να πηδά από τη μια σκέψη στην άλλη και ξανά πίσω και ξανά εμπρός. Το τελευταίο εναπομείναν στοιχείο για να αποδεικνύει πως και “όμως κάτι κινείται”, δεν χορταριάζει.

Και κάπως έτσι ξαφνικά θυμάμαι πως προχτές πρέπει να ήταν όταν στο τελευταίο βαγόνι του μετρό, καθισμένος απέναντί μου, ένας τύπος με χαρακτηριστικά αλλοιωμένα από το χρόνο ή από εκείνες τις “φερέλπιδες” ουσίες, χέρια χαραγμένα από παλιές πληγές μοιάζοντας επιφανειακά επουλωμένες και ένα πρόσωπο σημαδεμένο να μαρτυρά πως πάλεψε να ξεφύγει από εκείνο που τον έτρωγε, που αλλοίωνε κομμάτι -κομμάτι την ύπαρξή του. Δεν ξέρω αν τα κατάφερε. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει. Ίσως να μην το μάθω και ποτέ. Ίσως πάλι και να τον συναντήσω ξανά...συμβαίνει ξέρεις καμιά φορά αυτό με τους ανθρώπους.

Από το μεγάφωνο ακούγεται η γυναικεία φωνή “επόμενη στάση Ακρόπολη, next station Akropoli”. Και καθώς κάνω να σηκωθώ από τη θέση μου για να κατέβω, εκείνος τραβά μια μαύρη πλαστική σακκούλα ακουμπισμένη στα γόνατά του και διακρίνω στον αριστερό του μηρό λίγο πάνω από το γόνατο χτυπημένο ένα τατουάζ, ένα λατινικό ερωτηματικό.


Άραγε πόσο αληθεύει πώς με απορίες και ερωτηματικά φτάνεις μια μέρα στην “πόλη”;
Οι ίδιες οι απορίες και τα ερωτηματικά δεν ενέχουν την πιθανότητα όχι μονάχα μιας αμφίβολης απάντησης αλλά και ενός αδιεξόδου με μοναδική διέξοδο ένα νέο κύκλο ερωτηματικών;
Μήπως τελικά δεν έχει καταφέρει κανείς να φτάσει σε αυτή την πολύβουη πόλη των απαντήσεων;
Και αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, τότε προς τι η ύπαρξη τόσων ερωτηματικών;
Μια ακόμα προσπάθεια αναβολής, ματαίωσης, απόκρυψης μιας εσωτερικής αλήθειας; Αλλά υπάρχει αυτή η αλήθεια; Το ίδιο, συχνά αναρωτιέμαι και για την "πόλη".

Και κάπου εκεί δηλώνω αδιαφορία. Όχι παραίτηση. Απλώς αδιαφορία που να πάρει.

Να ξαπλώνω στην άμμο γουστάρω και να τραγουδάω στίχους της στιγμής...

γιατί να μην κατηφορίζουμε τις θάλασσες παρέα
γιατί να μην παραδινόμαστε στη μέθη ενός ηλιοβασιλέματος
γιατί να μην αγγίζουμε κάθε μέρα την αιωνιότητα απλώς γιατί θα υπάρχουμε ο ένας για τον άλλον
γιατί να μην προσπερνάμε φόβους έτσι απρόσεχτα όπως οι νταλίκες τα Ι.Χ. στις διπλές γραμμές των εθνικών οδών
γιατί να μην διασχίζουμε θάλασες και ωκεανούς σαν πλοία δίχως φώτα αλλά με μια φωτεινή ελπίδα στην πλώρη
γιατί να αποσιωπούμε το προφανές ζώντας με επιτηδευμένη ασφάλεια στο καβούκι των πληγωμένων μας χθες

Οι άνθρωποι δεν θέλουν διαταγές. Δεν θέλουν συμβουλές ούτε και προστασίες.
Να ανοίξεις εκείνο το κουτάκι που έχεις μέσα κλείσει τη μαγική σου σκόνη -ΑΓΑΠΗ- και να πασπαλίσεις τη ζωή τους, αγγίζοντας έτσι όλη την ύπαρξή τους. Αυτό θέλουν. 

Όσο και αν στολίζουν τα ερωτηματικά τους με μια αηδιαστική δικαιολογία. “Λάθος Timing”. Όσο και αν πνίγονται σε αυτή τη φράση, σαν μια αίσθηση θανατερής δυσφορίας να τους τυλίγει. Ακριβώς την ίδια στιγμή ορμούν ξανά στο παιχνίδι και αφού “Nothing good gets away”...
ΑΣΕ ΤΟΝ ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΟ ΚΑΙ ΠΑΜΕ ΑΠΟΜΕΡΑ!
ΚΑΙ ΑΦΕΣΟΥ ΣΤΟ ΘΑΥΜΑ... ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ.



Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Εμείς για ένα κόκκινο χαμόγελο



Και ξέρεις ποιο είναι το αστείο;
 
Φυσικά και ξέρεις, τι ρωτάω;  Έχουμε κάνει έναν κύκλο ολόγυρά σου και ψιθυρίζουμε και γελάμε σε βάρος σου, σε βάρος μας, δηλαδή.

Ήξερες πάντα τι δεν θέλεις. Μα τώρα ζεις αυτό ακριβώς. Αυτό που δεν θέλεις. Και απορώ πως τα κατάφερες. Πότε αφέθηκες. Πότε ξεπέρασες εκείνο το όριο που το ΦΙΛΟΥΣΕΣ (όχι με ύψιλον με γιώτα) ΣΑΝ ΚΟΡΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ.

Και  δεν σε κατηγορώ. Δεν θα γυρίσω ποτέ να σου πω εγώ στα είχα πει.

Μα και εσύ έχεις σταθεί με τα πόδια σου κολλημένα στη γη. Και δεν κάνεις ούτε μπρος ούτε πίσω. Ξέρεις καλύτερα από ποτέ τι δεν θέλεις, τι δεν αντέχεις πλέον. Και κάθε μέρα που ξυπνάς κουκουλώνεις κάτω από τα σκεπάσματα τα όνειρα σου. Κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου και έτσι γυμνός και ανυπεράσπιστος βγαίνεις στους δρόμους. Για πού το βαλες καρδιά μου; Να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, λες. Ποια όνειρα; Εκείνα που τα άφησες να κοιμούνται; Διπλοκλείδωσες πορτοπαράθυρα  και τώρα σε κυνηγούν σαν  εφιάλτες… Για εκείνα μιλάς; 

Επιθυμείς τον καινούριο κόσμο που ξεπροβάλλει αλλά δεν γνωρίζεις πώς να τον προσκαλέσεις στη θέση του παλιού που έχει πεθάνει. Δεν έχεις βρει τον τρόπο. Έχεις κολλήσει αβοήθητος σε μια κινούμενη άμμο που σε ρουφάει και περιμένεις να σου απλώσει κάποιος  το χέρι να σε τραβήξει ξανά στη ζωή. Μα και Εκείνος εσένα περιμένει. Και κάπως έτσι χανόμαστε. Και κάπως έτσι συνηθίζουμε. Και κάπως έτσι αργοπεθαίνουμε. Και δεν χαμογελάμε πια. Και περιφερόμαστε βουβοί και αδιάφοροι. Παρατηρητές στις ζωές των άλλων και εκείνοι στις δικές μας. Αναλωνόμαστε στα ίδια και στα ίδια. Στις ίδιες ανιαρές κουβέντες. Στις ίδιες ανούσιες πληροφορίες. Αναπαράγουμε ότι ακούσαμε στα βραδινά δελτία ειδήσεων.

Όλοι μαζί σαν ένας στρατός εξαπατημένων - εξαντλημένων - σιωπηλών ανθρωπάκων.
Και τολμάς αυτό να αποκαλείς  ζωή;

Μα ως πότε;
Ως πότε θα κλέβουν τον αέρα που αναπνέεις;
Ως πότε θα κλέβουν τις νύχτες που δεν κοιμάσαι πια;
Ως πότε θα κλέβουν τη ξεγνοιασιά και την αθωότητά σου;
Ως πότε τα όνειρά και τα θέλω σου θα χωράνε σε ένα πορτοφόλι;
Ως πότε θα επιτρέπεις να κλέβουν το διπλανό σου;
Ως πότε δεν θα σου ανήκουν τα λάθη σου;
Ως πότε θα σε χρεώνουν για το χαμόγελό σου;

ΚΑΙ ΤΟ ΠΗΡΑ ΑΠΟΦΑΣΗ.  Σε μια νύχτα. ΝΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΑΡΚΕΙ. Για αρχή θα ζωγραφίσω σε ένα λευκό χαρτί ένα κόκκινο χαμόγελο και θα το κολλήσω ακριβώς πάνω στα χείλη που ξέχασαν να χαμογελούν. Στην αρχή θα μοιάζω με κλόουν. Αλλά αργά ή γρήγορα θα γίνω ξανά παιδί χαμογελαστό. Και χαμογελαστό και παιδί… Και αν καμιά φορά οι άκρες των χειλιών μας γέρνουν προς τα κάτω, να ‘ρχεσαι να γλιστράμε μαζί στο πιο πλατύ μας χαμόγελο. 
Εμείς στα σύννεφα. Εμείς για ένα κόκκινο χαμόγελο. 
ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΑΣΤΕΙΑ … ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΝΑ ΔΕΙΣ ΟΝΕΙΡΑ.